- σταγών
- σταγών, όνος, ἡ (Aeschyl., Hippocr.+; ins, LXX) drop of water Hm 11:20.—B. 672. DELG s.v. στάζω. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
σταγών — drop fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγών — ἡ, ΜΑ βλ. σταγόνα … Dictionary of Greek
σταγούς — σταγών drop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — σταγών drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνας — σταγών drop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνεσι — σταγών drop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνεσσι — σταγών drop fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνεσσιν — σταγών drop fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνι — σταγών drop fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνος — σταγών drop fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)